υποκαθίσταμαι

υποκαθίσταμαι
(αόρ. υποκατεστάθην) быть подменённым

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "υποκαθίσταμαι" в других словарях:

  • υποκαθίσταμαι — ὑποκαθίσταμαι ΝΑ βλ. υποκαθιστώ …   Dictionary of Greek

  • υποκαθίσταμαι — υποκαθίσταμαι, υποκαταστάθηκα βλ. πίν. 133 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • υποκαθιστώ — ὑποκαθίστημι, ΝΑ [καθίστημι / καθιστώ] (αμτβ.) καταλαμβάνω τη θέση άλλου, εγκαθιστώ τον εαυτό μου στη θέση άλλου («υποκατέστησε τον αδελφό του στη διεύθυνση τής επιχείρησης») νεοελλ. (μτβ.) 1. εγκαθιστώ κάποιον ή τοποθετώ κάτι στη θέση άλλου,… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»